- υπελίσσω
- ΜΑ, και αττ. τ. ὑπελίττω και ὑπειλίσσω Ασυστρέφω από κάτω προς τα πάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐλίσσω / εἰλίσσω «στρέφω, περιστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
υπειλίσσω — Α βλ. ὑπελίσσω … Dictionary of Greek
υφελίσσω — Α (εύχρ. μόνον στον τ. ύπελίσσω*) συστρέφω από κάτω προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐλίσσω / ἑλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»] … Dictionary of Greek